- δροσάτος
- -η, -ο (Μ δροσάτος, -η, -ον)1. γεμάτος δροσιά2. ωραίος3. αυτός που προκαλεί χαρά, ευχαρίστησημσν.το ουδ. ως ουσ. το δροσάτον1. φάρμακο που δροσίζει, που ανακουφίζει2. είδος ποτού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσάτος — η, ο ο δροσερός: Καθαρότατον ήλιο προμηνούσε της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρέσκος, -η — και ια, ο (λ. ιταλ.) 1. πρόσφατος, νωπός, της ώρας: Φρέσκα ψάρια. 2. δροσερός, δροσάτος, ευχάριστα ψυχρός: Φρέσκο δέρμα. – Φρέσκο αεράκι. 3. μτφ., ζωηρός, ακμαίος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε το πρωί φρέσκος φρέσκος. 4. το ουδ. ως ουσ., φρέσκο (βλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)